- σαυροκτόνος
- -ο / σαυροκτόνος, -ον, ΝΑ1. αυτός που φονεύει σαύρες2. (το αρσ. ως κύριο όν.) ο Σαυροκτόνοςπερίφημο άγαλμα τού Πραξιτέλους, που παρίστανε τον Απόλλωνα έτοιμο να φονεύσει σαύρα με λίθο ή βέλος.[ΕΤΥΜΟΛ. < σαύρα + -κτόνος (< κτείνω), πρβλ. παιδο-κτόνος].
Dictionary of Greek. 2013.